- πείσεσθαι
- πάσχωhavefut inf midπείθωpersuadefut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείσεσθ' — πείσεσθε , πάσχω have fut ind mid 2nd pl πείσεσθαι , πάσχω have fut inf mid πείσεσθε , πείθω persuade fut ind mid 2nd pl πείσεσθαι , πείθω persuade fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek